- μαλακοτρεφής
- μᾰλᾰκο-τρεφής, ές,A softly-nurtured,
χάριτες PLit.Lond.99.6
([place name] Dioscorus).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χάριτες PLit.Lond.99.6
([place name] Dioscorus).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαλακοτρεφής — μαλακοτρεφής, ές (Α) αυτός που έχει ανατραφεί με τρυφερότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + τρεφής (< τρέφομαι)] … Dictionary of Greek
μαλακοτρεφέων — μαλακοτρεφής softly nurtured masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… … Dictionary of Greek